αναθαρρυνω

αναθαρρυνω
    ἀναθαρρύνω
    ἀνα-θαρρύνω
    староатт. ἀναθαρσύνω (ῡ)
    1) вновь поднимать мужество, ободрять Xen., Plut.
    2) Plut. = ἀναθαρρέω См. αναθαρρεω

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αναθαρρυνω" в других словарях:

  • αναθαρρύνω — (Α ἀναθαρρύνω και θαρσύνω) 1. δίνω θάρρος, εμψυχώνω, ενθαρρύνω 2. ανακτώ το θάρρος μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + θαρρύνω, θαρσύνω. ΠΑΡ. νεοελλ. αναθάρρυνση, αναθαρρυντικός] …   Dictionary of Greek

  • αναθαρρύνω — θάρρυνα, μτβ., κάνω κάποιον να αναθαρρήσει, ενθαρρύνω: Για να τον αναθαρρύνει του πε και μερικές υπερβολές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναθάρρυνση — η αναθάρρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναθαρρύνω. Η. λ μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Άστυ] …   Dictionary of Greek

  • αναθαρρυντικός — ή, ό αυτός που φέρνει αναθάρρυνση, ενθαρρυντικός, εμψυχωτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναθαρρύνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • αναθαρσύνω — ἀναθαρσύνω (Α) βλ. αναθαρρύνω …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»